κουτορνίθι

κουτορνίθι
το
κουτός, ανόητος σαν ορνίθι, χαζός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουτορνίθι — το ο κουτός σαν ορνίθι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμνοκών — ἀμνοκῶν ( οῦντος), ο (Α) αυτός που έχει νου προβάτου, ηλίθιος, κουτορνίθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμνὸς + κοῶ «παρατηρώ, ακούω»] …   Dictionary of Greek

  • ορνίθι — το (Α ὀρνίθιον) [όρνις, ιθος] μικρή όρνιθα, κοτόπουλο νεοελλ. (σκωπτικά) (για πρόσωπο) αφελής άνθρωπος, αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους άλλους, κουτορνίθι αρχ. μικρό πτηνό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”